δρεπανουργός

δρεπανουργός
δρεπανουργός
sword-maker
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δρεπανουργός — δρεπανουργός, ο (Α) δρεπανοποιός …   Dictionary of Greek

  • δρεπανουργοῦ — δρεπανουργός sword maker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρεπανουργῶν — δρεπανουργός sword maker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”